εξισορροπητής

εξισορροπητής
ο [εξισορροπώ]
1. αυτός που φέρνει ισορροπία
2. (επικοιν.) ηλεκτρικό δικτύωμα τών τηλεπικοινωνιακών γραμμών για τη βελτίωση τών συνθηκών τερματισμού ή για την επίτευξη άριστων συνθηκών εξισορρόπησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξισορροπητής — ο αυτός που εξισορροπεί, όργανο το οποίο διατηρεί την ισορροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”